Ιστορίες τρόμου και μυστηρίου.

 

Η Μαριλένα διηγείται μια περιπέτεια με ένα επιθετικό σκυλί.


Ένα Σάββατο απόγευμα πήγα μαζί με τον ξάδερφό μου, τον Γιάννη και την αδερφή μου, την Αλίκη στην αυλή του σχολείου μας για να παίξουμε.

Εκεί είδαμε δύο σκύλους. Ο ένας ήταν η γνωστή μας η Μπρέιρα, ένα γέρικο και πολύ φιλικό σκυλί, που πάντα παίζει μαζί μας. Ο άλλος σκύλος όμως ήταν πολύ επιθετικός… Γαύγιζε πολύ δυνατά και άρχισε να έρχεται προς το μέρος μας.

Εμείς φοβηθήκαμε και ήμασταν έτοιμοι να το βάλουμε στα πόδια. Ξαφνικά η Μπρέιρα έτρεξε γρήγορα ανάμεσά μας γαβγίζοντας και αφού πάλεψε με τον άλλο σκύλο, τον έκανε να φύγει με την ουρά ανάμεσα στα πόδια!

Εμείς τρέξαμε γεμάτη ανακούφιση κοντά στην Μπρέιρα δίνοντάς της πολλά χάδια και μία λιχουδιά για ευχαριστώ.


Η Μαριλένα έφτιαξε αυτή την υπέροχη ζωγραφιά ως εικονογράφηση της ιστορίας της.




Ο Άγγελος έγινε μάρτυρας σε ένα ατύχημα στην πόλη.


Χθες το πρωί που περπατούσα στον δρόμο με τη μαμά μέσα στην πόλη έγινε ένα ατύχημα.

Ένας πεζός που ήταν κουτσός περνούσε τις διαβάσεις αργά και ξαφνικά με γρήγορη ταχύτητα πέρασε ένα αυτοκίνητο που έτρεχε με 80 χιλιόμετρα και δυνατή μουσική! Τον χτύπησε χωρίς να σταματήσει!

Η μαμά τότε κάλεσε αμέσως ασθενοφόρο. Εγώ τρόμαξα γιατί δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο! Υπήρχε ένα πρόβλημα λόγω κορονοϊού: δεν υπήρχε άδειο ασθενοφόρο, έτσι είπαν. Η μαμά μου είπε ότι πρέπει να ηρεμήσω και να δώσουμε νερό στον άνθρωπο αυτόν. Έτρεχαν αίματα από το πόδι και το χέρι του.

Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος γύρω μας που ρωτούσαν τι συνέβη. Όμως, κανείς δεν πλησίαζε να βοηθήσει. Τότε τηλεφωνήσαμε στον μπαμπά που ήταν κοντά και τον βάλαμε στο αυτοκίνητο για να τον πάμε στο νοσοκομείο.

Αμέσως ήρθε και η αστυνομία. Τους είπαμε Τι έγινε και μετά φύγαμε.

Μετά από αυτή την περιπέτεια, ενώ στην αρχή ήμουν φοβισμένος μετά χάρηκα πολύ που ήμασταν εκεί και βοηθήσαμε τον κουτσό κύριο γιατί θα μπορούσε να είχε σκοτωθεί. Τελικά μάθαμε πως είχε σπάσει το πόδι και το χέρι του, όμως δεν ήταν κάτι πολύ σοβαρό! Ο άνθρωπος αυτός όταν έγινε καλά μας ευχαρίστησε και έφυγε συγκινημένος...



Ο Λάζαρος μάς διηγείται μια περιπέτειά του που πρέπει όλοι να την προσέξουμε πολύ...


Πέρσι το καλοκαίρι στις διακοπές εγώ και ο αδερφός μου είχαμε μία παράξενη και τρομακτική περιπέτεια.

Κάποια στιγμή αποφασίσαμε να πάμε μία βόλτα με τα ποδήλατα μας. Την ώρα που περνούσαμε καλά, σταμάτησε δίπλα μας ένα αυτοκίνητο. Ο οδηγός μάς έκανε παράξενες ερωτήσεις και μας τρόμαξε.

Ο αδερφός μου κατέβηκε από το ποδήλατο και άρχισε να τρέχει προς το σπίτι. Τον ακολούθησα κι εγώ.

Μετά από ώρα ξαναβγήκαμε και στη στροφή είδαμε το ίδιο αυτοκίνητο… Τρομάξαμε! Ευτυχώς το σπίτι ήταν κοντά και μπήκαμε γρήγορα στην αυλή μας!

Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να μη μιλάμε σε αγνώστους.



Ο Δήμος περιγράφει μια τρομακτική του εμπειρία.


Ήταν καλοκαίρι. Ήμουν περίπου τριών ετών. Είχα πάει να δω τον παππού και τη γιαγιά μου.

Ξαφνικά εκεί που έπαιζα με τα παιχνίδια μου ένιωσα τη γη να τρέμει. Η γιαγιά μου ήταν στη κουζίνα. Με φώναξε να τρέξω γρήγορα κάτω από τα πόδια της...

Φοβήθηκα τόσο πολύ! Δεν ήξερα τι γινόταν. Τους άκουσα να λένε: “σεισμός, σεισμός!”

Σε λίγα λεπτά όλα είχαν ευτυχώς τελειώσει και ήμασταν όλοι καλά!



Μια φανταστική περιπέτεια που συνέβη στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, γραμμένη από τον Θεολόγο.


Πέρσι το φθινόπωρο πήγα διακοπές στη Νέα Υόρκη με τους γονείς μου και την αδερφή μου.

Πήγαμε μία βόλτα στην πόλη, αλλά εγώ και η αδερφή μου θέλαμε να παίξουμε μόνοι μας. Οπότε είπαμε ψέματα στους γονείς μας ότι κάποιος από την Ελλάδα τους έπαιρνε τηλέφωνο. Έτσι έτρεξαν στο σπίτι και εμείς μείναμε μόνοι...

Αποφασίσαμε να επισκεφτούμε τους θείους μας, αλλά όταν φτάσαμε στο σπίτι τους το είδαμε εγκαταλελειμμένο και έρημο!

Παραξενευτήκαμε και μπήκαμε στην αυλή. Όταν ανοίξαμε την πόρτα του σπιτιού ακούστηκε ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο που μας φόβισε. Μόλις περάσαμε μέσα στο σπίτι ένας πολύ δυνατός αέρας έκλεισε την πόρτα πίσω μας. Πανικοβληθήκαμε και πηδήξαμε από τον φόβο μας… Προσπαθήσαμε να την ανοίξουμε αλλά αυτό δεν γινόταν.

Τελικά πήρα μία πέτρα κι έσπασα το τζάμι του παραθύρου. Πηδήξαμε από το παράθυρο και φύγαμε τρέχοντας και γυρίσαμε σπίτι.

Αν μέναμε με τους γονείς μας τίποτε από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί!



Μια σύντομη, αλλά ωραία ιστορία γραμμένη από τον Αλή.


Μία φορά ήρθε ο φίλος μου και πήγαμε στη γειτονιά να παίξουμε.

Εκεί βγήκε ένα σκυλί και με κυνήγησε.

Εγώ έτρεξα και πήγα σπίτι.

Έτσι γλίτωσα!

Φοβήθηκα πολύ και δεν θέλω να ξαναγίνει κάτι τέτοιο...



Ένα επιθετικό σκυλί τρόμαξε την Κωνσταντίνα και τις φίλες της.


Πριν από ένα χρόνο πήγαμε μια βόλτα με τις φίλες μου. Πήγαμε στο σπίτι της Βασιλικής.

Μαζί μου ήταν οι δύο φίλες μου, η Ελπίδα και η Βασιλική.

Εκείνη τη μέρα έκανε ζέστη. Πήγαμε για να δούμε τις δύο γάτες και τους δύο σκύλους της Βασιλικής. Οι γάτες ήταν ο Πίκατσου και η Ορθή Γωνία… Οι σκύλοι ήταν ο Μπόμπι και η Λίζι.

Εκεί πήγαμε περισσότερο για να παίξουμε. Αφού τελειώσαμε το παιχνίδι, μάς πήραν τηλέφωνο για να φύγουμε. Τότε είδαμε το απέναντι σκυλί έξω! Το απέναντι σκυλί ήταν λυμένο και η πόρτα ήταν ανοιχτή...

Αυτό το σκυλί ήταν πολύ άγριο και παλιά είχε δαγκώσει έναν παππού! Αφού το είδαμε φοβηθήκαμε πάρα πολύ για αυτόν τον λόγο. Έτσι είπαμε στις μαμάδες μας ότι θα αργήσουμε.

Αργήσαμε περίπου ένα τέταρτο αλλά ευτυχώς βγήκε ο Μπόμπι και το σκυλί τρόμαξε και μπήκε στην αυλή του και έτσι μπορέσαμε να φύγουμε.



Η πιο ανατριχιαστική ιστορία της συλλογής, γραμμένη πολύ όμορφα από τον Σαμπαχετίν.


Η ώρα ήταν 12.00 τα μεσάνυχτα. Πηγαίναμε με το αυτοκίνητο στον Ίσαλο ο μπαμπάς μου και εγώ.

Εκεί που πηγαίναμε ο μπαμπάς μου μου είπε “Τελειώνει η βενζίνη μας!”. Εγώ απάντησα στον μπαμπά “Δεν πειράζει ας κοιμηθούμε στο αυτοκίνητο!” Ο μπαμπάς είπε εντάξει και κοιμηθήκαμε...

Εγώ ξύπνησα μέσα στη νύχτα στις 2:00. Ήπια λίγο νερό και ξαφνικά άκουσα μία φωνή. Μου φάνηκε πώς έλεγε “αααα!”. Εγώ φοβήθηκα πολύ.

Τότε κάποιοι άνθρωποι ήρθαν κοντά μας στο αυτοκίνητο και μας είπαν να φύγουμε από κει. Εγώ είπα στον μπαμπά μου: “Μπαμπά, ας φύγουμε από εδώ!”. Ο μπαμπάς όμως, είπε στους ανθρώπους “Γιατί να φύγουμε; Άλλωστε δεν μπορούμε να φύγουμε, αφού τελείωσε η βενζίνη μας!”

Τότε οι άνθρωποι άρχισαν να κουνάνε το κεφάλι τους δεξιά – αριστερά! Ξαφνικά η ώρα έγινε 6.00… Δεν κατάλαβα πώς πέρασε τόσο γρήγορα η ώρα! Ήταν πολύ παράξενο...

Ο μπαμπάς μου ξαφνικά θυμήθηκε ότι είχε στο πίσω κάθισμα ένα μπετόνι με βενζίνη.

Γεμίσαμε το ντεπόζιτο και φύγαμε για το χωριό...



Η περιπέτεια του σκοτεινού σπιτιού, από τη Βάγια.


Μέσα στο καλοκαίρι ένα απόγευμα βγήκαμε για παιχνίδι.

Πήγα με δύο φίλες μου και κρυφτήκαμε σε ένα παλιό σπίτι που ήταν πολύ σκοτεινό… Όταν αποφασίσαμε να φύγουμε δεν άνοιγε η πόρτα! Τότε τρομάξαμε πολύ και προσπαθούσαμε να ανοίξουμε με δύναμη την πόρτα για να μην μείνουμε μέσα. Τελικά δεν καταφέραμε να ανοίξουμε την πόρτα και μείναμε μέσα πολλή ώρα.

Ξαφνικά η φίλη μου θυμήθηκε ότι είχε το κινητό μαζί της, μα πάνω στον πανικό της ξέχασε ότι το πήρε. Έτσι πήραμε τηλέφωνο στους γονείς μας και ήρθαν και μας πήραν!



Ο Γιουνούς μάς περιγράφει μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη...

Μία φορά ήταν πολύ αργά το βράδυ, πήρα το μηχανάκι και πήγα στο μαγαζί του χωριού για να ψωνίσω. Όταν γύριζα στο σπίτι είδα ένα φάντασμα… Φοβήθηκα πάρα πολύ! Έτσι, άρχισα να τρέχω πολύ πολύ γρήγορα! Από τον φόβο μου παράτησα το μηχανάκι και έτρεξα σαν τρελός στο σπίτι μου...


Σκιές στο σκοτάδι, μια ιστορία με μυστήριο και αγωνία από τη Μαρία – Ειρήνη.


Την περασμένη εβδομάδα είχε μεγάλη κακοκαιρία. Το βράδυ αφού είχα διαβάσει τα μαθήματά μου ετοιμαζόμουν να κοιμηθώ.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και άκουγα την δυνατή βροχή, τον θόρυβο από τις αστραπές και έβλεπα τη λάμψη τους… Ξαφνικά έσβησε το φως και είχε παντού σκοτάδι! “Μαμά, μπαμπά τι συμβαίνει;” φώναξα στους γονείς μου και μου απάντησαν να μην ανησυχώ...

Εκείνη τη στιγμή είδα μία τεράστια σκιά στο παράθυρο να κουνιέται πέρα δώθε. Τρομαγμένη πετάχτηκα από το κρεβάτι μου και χτύπησα το χέρι μου. Οι γονείς μου μου εξήγησαν ότι ήταν η σκιά του διπλανού δέντρου και όλοι μαζί γελάσαμε!



Μια ακόμα ιστορία με επιθετικά σκυλιά, από τον Τσινάρ. Διεξάγεται στον Ίσαλο.


Μία φορά στο χωριό μου τον Ίσαλο πήρα τον σκύλο μου και βγήκαμε βόλτα.

Περπατούσαμε πολλή ώρα μέχρι που εμφανίστηκαν κάποια ξένα σκυλιά. Άρχισαν να μας κυνηγούν… Ο σκύλος μου όμως βγήκε μπροστά, άρχισε να γαβγίζει και φύγαμε γρήγορα. Έτσι γλιτώσαμε!



Ο Πάνος μάς περιγράφει ένα παρ’ ολίγον ατύχημα κατά την πεζοπορία στη Νυμφαία.


Μία όμορφη Κυριακή αποφασίσαμε να πάμε εγώ με τους γονείς μου στο δάσος της Νυμφαίας. Θέλαμε να χαρούμε τη φύση.

Όταν φτάσαμε εκεί μπήκαμε σε ένα στενό μονοπάτι κι αρχίσαμε την πεζοπορία. Η φύση ήταν μαγευτική. Πανύψηλα πεύκα που μοσχοβολούσαν ρετσίνι, κίτρινες βελανιδιές με όμορφα βελανίδια στο χώμα.

Ξαφνικά το βλέμμα μου έπεσε σε έναν μικρό αγκαθωτό θάμνο στολισμένο με γυαλιστερά κόκκινα στρογγυλά σαν μπίλιες φρουτάκια.

Ενθουσιάστηκα κι έτρεξα προς τα κει. Αυτό ήταν και το λάθος μου γιατί γλίστρησα στις πευκοβελόνες, έπεσα κι άρχισα να κυλώ στην απότομη πλάγια… Φοβήθηκα πολύ! Όμως ο πατέρας μου με μία γρήγορη κίνηση άρπαξε το χέρι μου και με τράβηξε πάνω. Τρομαγμένοι ακόμη, αγκαλιαστήκαμε.

Τελικά, κατάλαβα ότι έπρεπε να ακούσω τους γονείς μου όταν μου έλεγαν να μην τρέχω στο μονοπάτι, γιατί έτσι δεν θα είχα κινδυνεύσει. 




Η Ετζρήν περιγράφει μια δυσάρεστη περιπέτειά της στον Ίσαλο.


Μία φορά στο χωριό μου, τον Ίσαλο, παίζαμε μαζί με άλλα παιδιά στην παιδική χαρά. 

Εκεί ξαφνικά ήρθε ένα σκυλί και με δάγκωσε στο πόδι… Έπεσα κάτω από την κούνια. Ύστερα ήρθε η μαμά μου και με πήρε στο σπίτι.



Ο Αρδά γράφει για την περιπέτειά του στο Μέγα Δουκάτο.


Μία φορά πήγαμε με τον Φαχρετίν μια βόλτα στο χωριό μας, το Μέγα Δουκάτο.

Ξαφνικά όμως ήρθε ένας σκύλος και μας κυνήγησε. Τρέξαμε ως την πλατεία του χωριού. Εκεί ένας παππούς μάς βοήθησε. Ήρθε μαζί μας ως τα σπίτια μας κι ευτυχώς ο άγριος σκύλος έφυγε.



Ο Παναγιώτης Π. περιγράφει μια φανταστική περιπέτεια που θα μπορούσε να γίνει σενάριο σε ταινία γωνίας...


Πριν από χρόνια ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα βρισκόμασταν στο σπίτι ο παππούς η αδερφή μου και εγώ, γιατί οι γονείς μας έλειπαν σε βόλτα.

Για αρκετή ώρα εγώ και η αδερφή μου παίζαμε ανέμελα στο δωμάτιό μου, ενώ ο παππούς καθόταν στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση.

Ξαφνικά ο παππούς άκουσε έναν περίεργο θόρυβο έξω από το σαλόνι. Αμέσως ο παππούς βγήκε έξω και είδε έναν κλέφτη, ο οποίος προσπαθούσε να παραβιάσει το σπίτι. Χωρίς ο κλέφτης να τον καταλάβει ο παππούς μπήκε μέσα στο σπίτι και μας ζήτησε να κρυφτούμε...

Στη συνέχεια πήρε τηλέφωνο την αστυνομία και έβαλε έναν κουβά γεμάτο νερό πάνω από την κεντρική πόρτα. Μόλις ο κλέφτης άνοιξε την πόρτα χύθηκε όλο το νερό πάνω του!

Εκείνη την ώρα έφτασε η αστυνομία και τον συνέλαβε. Καθώς ο παππούς προσπαθούσε να ξεγελάσει τον κλέφτη εγώ και η αδερφή μου είχαμε αγωνία για εκείνον μήπως κάτι κακό του συμβεί.

Ευτυχώς όμως όλα πήγαν καλά! Μετά από αρκετές ώρες γύρισαν οι γονείς μου και τους ενημέρωσε ο παππούς για όσα συνέβησαν.










Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις